αισυμνήτης

αισυμνήτης
Έτσι ονόμαζαν οι αρχαίοι κάτοικοι της Πάτρας τον θεό Διόνυσο. Σύμφωνα με την αφήγηση του Παυσανία, όταν κυριεύτηκε η Τροία ο Ευρύπυλος, ο γιος του Ευαίμονα, έλαβε από τα λάφυρα μια λάρνακα που περιείχε άγαλμα του Διονύσου (έργο του Ηφαίστου) την οποία –σύμφωνα με ορισμένη παράδοση– είχε σκόπιμα εγκαταλείψει η Κασσάνδρα προκειμένου να πάθει συμφορές αυτός που θα την εβρισκε. Πράγματι, στη θέα του αγάλματος ο Ευρύπυλος παραφρόνησε. Από τη νόσο του θεραπεύτηκε ακολουθώντας χρησμό του Μαντείου των Δελφών, σύμφωνα με τον οποίο θα έπρεπε να εγκατασταθεί με τη λάρνακα στον πρώτο τόπο που θα συναντούσε να γίνονται θυσίες βαρβαρικές. Ο τόπος αυτός ήταν η Πάτρα. Εκεί ο Ευρύπυλος εγκαταστάθηκε με την ιερή λάρνακα, ίδρυσε ιερό και καθιέρωσε ετήσια εορτή και θυσία προς τιμήν του θεού, η οποία διατηρήθηκε στους μεταγενέστερους χρόνους έως την εποχή της ρωμαϊκής κατοχής της πόλης.
* * *
αἰσυμνήτης, ο (Α)
1. κριτής αγώνων, διαιτητής, επόπτης
2. διευθυντής, διαχειριστής, επιστάτης (αγρών)
3. απόλυτος άρχοντας που εκλέγεται από τον λαό, αιρετός μονάρχης, κυβερνήτης
4. ως επίθ. τού Διονύσου στην Αχαΐα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσυμνῶ.
ΠΑΡ. αἰσυμνητεία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Αἰσυμνήτης — judge masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσυμνήτης — judge masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσυμνῆτα — αἰσυμνήτης judge masc voc sg αἰσυμνήτης judge masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АЙСИМНЕТ —    • Αίσυμνήτης,        1. см. Eurypylus, Еврипил;        2. слово, составленное, может быть, из αίσα (justa portio) и μιμνήσκω (помнящий о равной доле, о справедливости); в «Одиссее» (8, 258) означает выборных распорядителей состязаний; в… …   Реальный словарь классических древностей

  • Αἰσυμνήτην — Αἰσυμνήτης judge masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰσυμνήτου — Αἰσυμνήτης judge masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσυμνήτου — αἰσυμνήτης judge masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰσυμνήτῃ — Αἰσυμνήτης judge masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσυμνήτῃ — αἰσυμνήτης judge masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αισυμνητεία — Η εξουσία του αισυμνήτη στην αρχαία Ελλάδα. Η εξουσία αυτή, που δινόταν σε πρόσωπο κοινής εμπιστοσύνης από τις αντιμαχόμενες πολιτικές μερίδες μιας πολιτείας για να τις συμβιβάσει, ήταν ισόβια ή περιορισμένου χρόνου με συγκεκριμένο, συνήθως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”